Σακάδας — Σακάδᾱς , Σακάδης masc acc pl (doric) Σακάδᾱς , Σακάδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
САКАДА — • Sacădas, Σακάδας, родом из Аргоса, знаменитый музыкант (см. Musica, Музыка, 4), одержавший три раза победу в Пифийских играх и сочинявший элегии, из которых ничего не сохранилось … Реальный словарь классических древностей
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
σχοινίων — ωνος, ὁ, Α 1. είδος πτηνοῡ, πιθ. η σουσουράδα, σχοινίκλος* 2. είδος νωχελικού μουσικού ρυθμού που παιζόταν με τη συνοδεία αυλού και τού οποίου επινοητής θεωρείται ο Αργείος ποιητής Σακάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίων (πρβλ. χλωρ ίων)] … Dictionary of Greek